Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Εσυ εφυγες....





Εσύ έφυγες χωρίς να ρωτήσεις κανένα, και τώρα πρέπει να πούμε αντίο, και σήμερα είναι τα γενέθλια μου, και δε θα ρθεις να μου δώσεις εκείνα τα ασφυκτικά, γρατζουνιστά φιλιά σου, που τόσο με τσάντιζαν, ΚΑΙ ΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΑΝΤΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΑΝΤΙΟ.
O "πουλ μουρ" πατερας μου δυο μερες πριν τη κοπανισει...
Εχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δύο, τόσα κουτσομπολιά, τόσες γκρίνιες, τόση «κοινωνική κριτική» ….και γω δε πρόλαβα να σου πω ακόμα, πόσο πολύ σ αγαπούσα. Πόσο πολύ σε θαύμαζα - που χες περάσει τόσα πολλά, αλλά που το χαμόγελο δεν έσβηνε ποτέ απ τα χείλη σου. Που έκανες αστεία με τα πάντα και τους πάντες. Πως σε θεωρούσα αν όχι το καλύτερο πατέρα (έχω γνωρίσει έναν καλύτερο) αλλά τον καλύτερο παππού!!! Κι ας μου τα κακομάθαινες τα παιδιά μου, με τα χαρτζιλίκια και τα δώρα σου. Ποτέ δε τα αποπήρες, ποτέ δεν τα μάλωσες ….. ε καλά όταν σε ξυπνούσαν το μεσημέρι καλά τους έκανες!! Έπαιζες μαζί τους, τους διάβαζες παραμύθια, τους έλεγες «ιστορίες της ζωής σου», τους κουβαλούσες τα ποδήλατα στη παραλία, και κάθε φορά που τους τηλεφωνούσες τους έλεγες πόσο τα αγαπάς.
Ο Χριστόφορός παίζει συνέχεια με το κομπολόι σου ούτε κλαίει ούτε μιλάει, κρατάει το κεφάλι σκυφτό και παίζει με το κομπολόι σου.
Η Συριάννα μάζεψε κάτι δεκάλεπτα, τα βαλε στο φακελάκι, έγραψε πάνω το όνομα της και τα ρίξε στο κουμπαρά που μας έστειλαν απ το «χαμόγελο του παιδιού».
Ο Βαγγέλης μου είπε ότι μόλις σ αντίκρισε γερμένο στο κρεβάτι του θύμισες τη περιβόητη φωτογραφία του Τσε λίγο μετά την εκτέλεση του. Και είναι αλήθεια, φαινόσουν τόσο νέος, τόσο όμορφος.
Πάντα πίστευα ότι εσύ ήσουν ο άσχημος της υπόθεσης. Ψηλός και ασουλούπωτος, με τα ξεβαμμένα τζίν και της τιράντες να τα συγκρατούν, τα σγουρά ατίθασα μαλλιά τα αξύριστα μούσια και το χειρότερο…. αυτά τα απαίσια δόντια που ποτέ δεν τους έδωσες σημασία και που σε πολύ νεαρή ηλικία τα χάσες όλα!! Ούτε και γω δε ξέρω πόσος καιρός πέρασε για να σε πείσουν οι «μητέρες» μας να πάς στο οδοντίατρο και να βάλεις μασέλα ….. ποτέ σου δε τη βολεύτηκες και όλο γκρίνιαζες γι αυτή, χα χα χα καμιά φορά θυμάμαι άμα έλεγες καμιά τραγική σαχλαμάρα απ τα πολλά τα γέλια σου ξαπόλαγε και τότε κατουριόμασταν απ τα γέλια κι εμείς οι υπόλοιποι. Σκατά …ξεχάσαμε να τη δώσουμε στο κοράκι και στη κηδεία φαινόσουν σαν να σφιγγόσουν απ’ τη δυσκοιλιότητα…. καλά να πάθεις….
Εγω βεβαια δε σε θυμαμαι ετσι...κουκλο!!!



















Βάλαμε και κάτι ψιλά, σ’ εκείνο το κουμπαρά που χάρισες στη μικρή για να τον ζωγραφίσει. Να τα πάρεις μαζί σου για να χεις για το εισιτήριο. Ε, ένας κουμπαράς είναι κάτι που είχες ανάγκη, αφού τόσα χρόνια δεν κατάφερες να αποταμιεύσεις ποτέ τίποτα….. Και καλά έκανες, και γω τα ίδια κάνω, και όχι ότι είμαι περήφανη γι αυτό αλλά να, ακόμα θυμάμαι αυτό που έλεγες ότι «αν έχεις τα χέρια του ανοιχτά σκορπίζεις αυτά που έχουν μέσα αλλά αν έχεις τα χέρια σου κλειστά, ναι μεν βγαίνει από μέσα τίποτα αλλά δεν μπαίνει και τίποτα .
Τα παιδία σου έκαναν και μια ζωγραφιά για να πάρεις μαζί σου, κι ο γιός μου ρώτησε ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα και ποιο το αγαπημένο σου ζώο για να το ζωγραφίσει… Δεν ήξερα…. Ούτε κανείς άλλος ήξερε με βεβαιότητα… τελικά η μαμά μου είπε το κόκκινο, και μάλλον είχε δίκιο αλλά ποιο ζώο δεν άκουσα, ο γιός μου πάντως έκανε κάτι ανάμεσα σε ελάφι και σκύλο με κόκκινο χρώμα και ένα πιγκουινοιππογρυπα οπότε νομίζω κάλυψε μεγάλο φάσμα του ζωικού βασιλείου.
Γαμώτο!!!! φέτος βαρέθηκα να τρέχω σε παρόμοια event, ο Βαγγέλης λέει ότι μεγαλώνουμε και είναι φυσικό να συμβαίνει αυτό. Πρίτσσσσς να μεγαλώσεις μόνος σου κύριε!! Εγώ θα ακολουθήσω το μότο του πατέρα μου!!
Ήσουν ένα μικρό μωρό, με τα πείσματα και τις γκρίνιες σου, αλλά και με τον ενθουσιασμό σου. Σου άρεσε να μαθαίνεις τα πάντα. Για μας για τους φίλους μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Από τη μέρα που ανακάλυψες το Ιντερνετ κόλλησες μ αυτό. Σερφάριζες για κάνα δίωρο και μετά πήγαινες για αναμετάδοση στη μαμά και μετά στο καφενείο!
Ειχες ενα θεματακι με την ώρα, δε λεω!!γιατι τοση βιασυνη αραγε??



















Το μυαλό σου δε σταματούσε πότε να επεξεργάζεται μεγαλεπήβολα σχέδια που αν και πολλές φορές παρέμεναν μόνο «στα χαρτιά» ή άλλες φορές στέφονταν με απόλυτη «αποτυχία» παρόλα αυτά εσύ δεν έχανες ποτέ, την όρεξη σου. Εκείνη η επιχείρηση «χειροποίητο σαπούνι» είναι χαρακτηριστική. Η μάνα μου ακόμα καθαρίζει τα τηγανόλαδα που σκόρπισες σε όλο το μπαλκόνι .
Το πιο χαρακτηριστικό βέβαια ήταν το αστείρευτο χιούμορ σου…. Όλοι χαχανίζαμε με τ αστεία σου εκτός απ το εκάστοτε θύμα σου φυσικά που πλήρωνε τη νύφη…. Αυτό το πυροφάνι που έκανες στη μητέρα μου την ώρα που έβλεπε τηλεόραση ….δε θα το ξεχάσω ποτέ!! Ή το καλοκαίρι που πηγαίναμε στη παραλία και μου έκρυβες τη σαγιονάρα στα χαλίκια…. μια φορά κάποιος κλώτσησε την άλλη που χες αφήσει έξω για σημάδι και κόντεψα να πάω στο σπίτι «μονοσάνδαλη» . Πάντως τα ποιο κορυφαία σου «αστεία» ήταν μάλλον αυτό με τη γάτα του ξαδέρφού σου (που τη κατούρησες για εκδίκηση και μετά για να μη σας πάρει χαμπάρι η μάνα του τη λουσάτε στο πατσουλί, μωρέ σας έριξε ξύλο… αλλά φάγατε κιόλας…) και αυτό με τις βεντούζες της γειτόνισσας (που σου ζήτησε η γιαγιά σου το οινόπνευμα για να της βάλει βεντούζες και συ αντί να της το δώσεις στο χέρι το έριξες πάνω στη πλάτη τη της άρρωστης).
Νομίζω ότι οι πρώτη μνήμη που έχω από σένα είναι τα παραμύθια με ζωγραφιές που συνήθιζες να μου κάνεις!! Συνήθως οι πρωταγωνιστές ήταν το πολυβασανισμένο ζευγάρι του Σουλπίκιου και της Πουλχερίας , που ο ερωτάς τους πέρασε απ’ τα σαράντα κύματα! Τα σχέδια σου θύμιζαν πινάκες του Σταθόπουλου. Τη Πουλχερία τη ζωγράφιζες μόνο πρόσωπο, μα ο Σουλπίκιος ήταν υπερπαραγωγή, ολόσωμος με τα σπαθιά του, πάνω στο καμαρωτό του άλογο…. Καλά το άλογο δε το πετύχαινες και πολύ αλλά έτσι κι αλλιώς η προσπάθεια μετρούσε.
Άλογο βέβαια σε κάναμε κι γω κι ο αδερφός μου, και σε καβαλούσαμε την ώρα που ξάπλωνες να ξεκουραστείς, η κοιλιά σου ήταν η σέλα μας και το κεφάλι σου ο επικίνδυνος δράκος που έπρεπε να κατατροπώσουμε αυτό το παιχνίδι σταμάτησε άδοξα τη φορά που ένας απ τους δυο κόντεψε να σε «ξεματιάσει» με τον ενθουσιασμό του!!!
Τελικά από τα παιδικά μου χρόνια έχω ένα σωρό αναμνήσεις μαζί σου, αν και σε βλέπαμε ελάχιστα αφού η δουλεία ήταν για σένα το πιο σημαντικό. Δε σε κατηγορώ,…. Οκ σε κατηγορώ… θα μπορούσες να είσαι ένας τέλειος πατέρας αλλά προτίμησες να γίνεις ένας «τέλειος» επιχειρηματίας…. μόνο που αυτό δεν είναι εφικτό όταν κάποιος έχει τα στοιχεία του δικού σου χαρακτήρα, ήσουν ιδεολόγος και οραματιστής , πολύ μπροστά από την εποχή σου, και παρόλο που είχες και τις άτυχες στιγμές σου, ποτέ δε μας έλειψε τίποτα …εκτός βέβαια από τη « παρουσία» σου.
Ευτυχώς που πρόλαβες τουλάχιστον να ζήσεις και μερικά χρόνια στη σύνταξη , να σε χαρούν τουλάχιστον τα εγγόνια σου, να απολαύσεις και συ τις χαρές της «ανεργίας».
Όταν έπαθες το πρώτο έμφραγμα, στη δουλεία, πριν από 11 χρόνια, πίστεψα ότι θα σε χάσω. Πόσο σ ευχαριστώ που μας χάρισες αυτά τα 11 χρόνια της παρουσίας σου. Προσπαθούσα να προετοιμάσω τον εαυτό μου από τότε , ήξερα ότι κάποια μέρα θα χτυπούσε το τηλέφωνο και θα μου έλεγαν ότι τέλειωσες, ότι δεν υπάρχεις πια, πίστευα ότι ήμουν προετοιμασμένη, και πράγματι όταν σ’ αντίκρισα νεκρό στο κρεβάτι ήμουν απόλυτα ψύχραιμη. Μου φαινόταν γελοίο που η μάνα μου δε καταλάβαινε πως είχες ήδη πεθάνει και έπαιρνε τις πρώτες βοήθειες, που έκανε υστερίες και ούρλιαζε, έμενα εκείνο που μ ένοιαζε ήταν πως θα μου ξυπνούσε τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο και πως δεν έπρεπε να σε δουν έτσι. Όλα αυτά μέχρι που ήρθε ο άντρας μου και ανέλαβε, τότε κατέρρευσα, κι ακόμα δε μπορώ να συνέλθω.
Κάποτε έλεγα ότι η ζωή σου είναι για να γραφτεί σε βιβλίο, και ήθελα να σε βάλω να μου μαγνητοφωνήσεις τις ιστορίες σου ….τώρα δε θυμάμαι καμία…. Μόνο αυτή που μου λέγε χθες ο γιος μου για τη φοίτηση σου «εις την ανωτάτην ταβλικήν» στο περιβόητο καφενείο - πανεπιστήμιο στο Πειραιά,… στο «καφενείο του Τσελέπα»… εκεί διδάσκονταν πέρα απ τα παραδοσιακά «πόρτες, πλακωτό, και φεύγα» και τα πιο σπάνια «ασσόδυο» και «γκιουλ». Και μετά την βασική εκπαίδευση και το πτυχίο, μπορούσες να ασχοληθείς με μεταπτυχιακά πάνω στο «τσίμπημα» του ζαριού και την «χειραγώγηση» του αντιπάλου (πως κάνουμε δηλαδή, τον αντίπαλο «βαπόρι» έτσι ώστε να χάσει τη ψυχραιμία του και να παίζει αλλά ντάλα) . Σ’ αυτά τα δύο εσύ, είχες πάρει και ντοκτορά, αφού όποτε έπαιζες με τη μητέρα μου την έκανες να τραβάει τα μαλλιά της.
Πάντως εγώ σε είχα νικήσει μια φορά και είχα πάρει και αυτόγραφο!!! Ένα πεντακοσάρικο που εγραφε επανω «ο χασας» και είχε την υπογραφή σου...γαμώτο που το χω βάλε άραγε??
Σ αφήνω τώρα, και θα τα ξαναπούμε σύντομα… Σ αγαπώ!!!

…Φιλιά
Η οικεγένεια σε επαρτια τελη '70 ο μπαμπας σαν .....

Η «πρωτοκόρη» σου, γνωστή και ως «Πουλ μουρ» «Μουρ μουρ», «Μαρουντάνα», «Εισαγγέλέας», και μύρια όσα μου κόλλαγες κάθε φορά.